καμπυλογράφος

καμπυλογράφος
ο лекало

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καμπυλογράφος" в других словарях:

  • καμπυλογράφος — ὁ όργανο, από ξύλινο ή διαφανές χαρτί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη σχεδίαση καμπύλων γραμμών, αλλ. καμπυλόγραμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλη + γραφος (< γράφω), πρβλ. λεξικο γράφος, παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • καμπυλογράφος — ο όργανο που χρησιμοποιείται από τους σχεδιαστές για να γράφουν διάφορες καμπύλες: Αυτός φτιάχνει τέλειες καμπύλες χωρίς καμπυλογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»